χρίμπτω

χρίμπτω
και πιθ. γρφ. χρίπτω Α
1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο
2. (αμτβ.) πλησιάζω
3. μέσ. χρίμπτομαι
α) (με δοτ. και γεν.) έρχομαι κοντά, προσεγγίζω («νεκροθήκης οὐ χριμπτόμενος», Ευρ.) β) περνώ ξυστά, αγγίζω ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέσεις τού ρ. με τ. άλλων γλωσσών ή τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος δεν θεωρούνται αρκετά πιθανές, αφού το ρ. έχει σχηματιστεί μάλλον κατά τους ελλ. χρόνους. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό με ενεστ. επίθημα -πτω και έρρινο ένθημα -μ- (πρβλ. γνάμπτω, σκίμπτομαι). Ωστόσο, η άποψη ότι το ρ. χρίμπτομαι συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. σκίμπτομαι προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατά μία άποψη, αρκετά αποδεκτή σημασιολογικά και μορφολογικά, το ρ. χρίμπτομαι, με αρκτικό σύμπλεγμα χρ-, συνδέεται με τα ρ. χρίω* «αλείφω» και χραύω* «αγγίζω ελαφρά». Τέλος, η σύνδεση τού ρ. με το χρέμπτομαι, παρά τη μεγάλη μορφολογική ομοιότητα τών δύο τ., θεωρείται ελάχιστα πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρίμπτω — bring near pres subj act 1st sg χρίμπτω bring near pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρίμπτῃ — χρίμπτω bring near pres subj mp 2nd sg χρίμπτω bring near pres ind mp 2nd sg χρίμπτω bring near pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρίμψαι — χρίμπτω bring near aor imperat mid 2nd sg χρίμπτω bring near aor inf act χρίμψαῑ , χρίμπτω bring near aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρίμψουσιν — χρίμπτω bring near aor subj act 3rd pl (epic) χρίμπτω bring near fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρίμπτω bring near fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριμφθέντα — χρίμπτω bring near aor part pass neut nom/voc/acc pl χρίμπτω bring near aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρίμπτει — χρίμπτω bring near pres ind mp 2nd sg χρίμπτω bring near pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρίμπτουσι — χρίμπτω bring near pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρίμπτω bring near pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχριμπτον — χρίμπτω bring near imperf ind act 3rd pl χρίμπτω bring near imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριμπτόμενος — χρίμπτω bring near pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριμφθείς — χρίμπτω bring near aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”